κυμινεύω

κυμινεύω
κυμινεύω (Α) [κύμινο]
πασπαλίζω κάτι με κύμινο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυμίνευε — κυμί̱νευε , κυμινεύω strew with cummin pres imperat act 2nd sg κυμί̱νευε , κυμινεύω strew with cummin imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμινο — (Cuminum cyminum). Ετήσιο ποώδες φυτό, της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα με τη σημερινή του ονομασία. Έχει όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ύψους 20 40 εκ., με βαθιά σχισμένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”